Γαλλία: "Μια σύγκρουση ως την ήττα του Μακρόν"

Μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις της 19ης Ιανουαρίου, των οποίων η έκταση συγκρίνεται με τις μεγάλες διαδηλώσεις του 1995 και του 2010 (που ήταν επίσης κινητοποιήσεις απέναντι στις προηγούμενες κυβερνητικές επιθέσεις κατά του συνταξιοδοτικού συστήματος), οι διαδηλώσεις της 31ης Ιανουαρίου τίναξαν στον αέρα τα κοντέρ: πάνω από 2 εκατομμύρια, γυναίκες και άνδρες, στους δρόμους, σύμφωνα με τη διασυνδικαλιστική, ενώ η CGT μιλάει για 2,8 εκατομμύρια, με 500.000 στο Παρίσι μόνο. Στην πρωτεύουσα, η διαδήλωση αναγκάστηκε να διχοτομηθεί για να μην μπλοκαριστεί στην αφετηρία της, στην Place d’Italie.

Πρακτικά, σε όλες τις πόλεις -270 συγκεντρώσεις διοργανώθηκαν σε μεγάλες, μικρές και μεσαίες πόλεις- οι διαδηλώσεις ήταν μεγαλύτερες απ’ό,τι στις 19 Ιανουαρίου. Ακόμα και με τους αριθμούς που δίνει το Υπουργείο Εσωτερικών -1,27 εκατομμύρια- ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός διαδηλωτών σε ημερήσια κινητοποίηση τα τελευταία 30 χρόνια. Πρόκειται για μια πραγματική αφύπνιση των εργαζόμενων τάξεων με το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων προφανώς να προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα, συνήθως απεργών. Η μαζικότητα της μέρας αυτής, εξάλλου, αντικατοπτρίζεται και σε όλες τις δημοσκοπήσεις, που επιβεβαιώνουν μια αυξανόμενη απόρριψη του κυβερνητικού σχεδίου αντιμεταρρύθμισης -πάνω από το 80% των μισθωτών-, μια πλειοψηφική στήριξη προς το απεργιακό κίνημα και μια πλειοψηφική αίσθηση ότι δεν θα αρκέσουν οι διαδηλώσεις και ότι θα χρειαστεί και να μπλοκάρει η οικονομική δραστηριότητα της χώρας, για να επιβληθεί στον Μακρόν και στην Μπορν η απόσυρση του νομοσχεδίου τους.

Επίσης παρούσα ήταν η σπουδάζουσα νεολαία, μαθητική και φοιτητική: 300 λύκεια βρίσκονταν σε κινητοποίηση, με τα 200 από αυτά να είναι κλειστά με περιφρούρηση και με την προφανή διάθεση της αστυνομίας να σπάσει βίαια τις περιφρουρήσεις, και δεκάδες ήταν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, με 150.000 νέους να βρίσκονται στην κινητοποίηση, σύμφωνα με τις νεολαιίστικες οργανώσεις, που σημαίνει τριπλασιασμό από τις 19 Ιανουαρίου.

Είμαστε ενωμένοι και αποφασισμένοι για να αποσυρθεί το νομοσχέδιο της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης”: έτσι τελειώνει η διακήρυξη των 8 συνομοσπονδιών, που ανάγγειλαν δύο νέες ημέρες κινητοποίησης, στις 7 και στις 11 Φεβρουαρίου. Η διασυνδικαλιστική αυτή διακήρυξη είναι πολύ σημαντική, σε δύο επίπεδα. Πρώτα-πρώτα, γιατί το συνδικαλιστικό μέτωπο κρατάει γερά ανάμεσα σε συνδικάτα που ήταν συχνά πολύ διασπασμένα απέναντι στα κυβερνητικά σχέδια κατά τα τελευταία χρόνια. Έπειτα, και είναι η πρώτη φορά κατά την τελευταία δεκαετία, γιατί οι συνδικαλιστικές ηγεσίες συμφωνούν για να επιβάλουν την πλήρη απόσυρση του κυβερνητικού σχεδίου, το οποίο στηρίζεται σε δύο πυλώνες: επέκταση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη και επίσης επέκταση, πολύ σύντομα, των αναγκαίων εισφορών για πλήρη συνταξιοδότηση στο ελάχιστο των 43 ετών.

Είναι επομένως σαφές ότι πάμε προς μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση στις επόμενες εβδομάδες.

Παρά τους βομβαρδισμούς από τους διάφορους “ειδικούς” και σχολιαστές που, σε όλα τα μίντια, προσπαθούν να υποστηρίξουν και να εξηγήσουν το βάσιμο της μεταρρύθμισης αυτής, παρά τους διάφορους μακρονικούς και ρεπουμπλικάνους υπουργούς και βουλευτές που έχουν καταλάβει όλα τα τηλεοπτικά πλατό, η απόρριψη της μεταρρύθμισης όχι μόνο δεν εξασθενεί αλλά και δεν έχει σταματήσει να ενισχύεται κατά τις τελευταίες εβδομάδες. Και όμως, ο Μακρόν δεν δίστασε να προσκαλέσει, στα εμπιστευτικά, καμιά δεκαριά κύριους σχολιαστές των μίντια (Le Monde, Les Echos, Le Figaro, Les Echos, BFM, RTL, μεταξύ άλλων) για να τους καθοδηγήσει έως και στα γλωσσικά στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε να εγχαραχτεί αποτελεσματικά η προπαγάνδα για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Η κάθε πρόσθετη τέτοια “εξήγηση” το μόνο που πέτυχε ήταν να αυξήσει και άλλο την εχθρότητα απέναντί της.

Ιδιαίτερα στις γυναίκες, που κατάλαβαν πολύ καλά ότι αυτές θα υποστούν ακόμα περισσότερο τη νέα μεταρρύθμιση. Την ώρα που οι γυναίκες μισθωτές παίρνουν, στη Γαλλία, κατά μέσον όρο, μισθούς χαμηλότερους κατά 22% από τους άντρες, και συντάξεις χαμηλότερες κατά 40%, κυρίως εξαιτίας της πιο “οδοντωτής” και ατελούς καριέρας τους, καθώς υφίστανται, συνήθως, στο εσωτερικό του ζευγαριού, μερική απασχόληση και παραιτήσεις για να ασχοληθούν με τα παιδιά και με τις οικιακές εργασίες της οικογένειας, και καθώς επίσης αποτελούν το σύνολο σχεδόν των μονογονεϊκών νοικοκυριών.

Η επέκταση στην ηλικία των 64 ετών και στα 43 χρόνια εισφορές θα είχε ως μηχανική συνέπεια να καταστήσει ακόμα πιο δύσκολη μια πλήρη σύνταξη και θα εκμηδένιζε και το όφελος από τα δύο πρόσθετα έτη εισφορών (ένα στο δημόσιο) για κάθε παιδί, το οποίο θα επέτρεπε τον προγραμματισμό της συνταξιοδότησης. Οι εργαζόμενοι σε επισφάλεια, όσοι έχουν μικρή ειδίκευση και όσοι φθείρονται ιδιαίτερα σε βαριές δουλειές ξέρουν επίσης πως αποτελούν τα μεγάλα τμήματα των εργαζομένων που δεν θα είναι σε θέση να δουλεύουν στις ηλικίες 62 με 64 ετών.

Αντίθετα με ό,τι εξηγεί η πρωθυπουργός, Ελιζαμπέτ Μπορν, η μαζική και αυξανόμενη απόρριψη δεν οφείλεται σε έλλειψη παιδαγωγικής, αλλά σε πολύ καλή κατανόηση, από τον πληθυσμό, του περιεχομένου της μεταρρύθμισης. Οι γυναίκες, οι μακριοί εργασιακοί βίοι και οι πιο επισφαλείς εργαζόμενοι θα υποστούν περισσότερο τα πλήγματα της μεταρρύθμισης αυτής. Όλα αυτά καθιστούν ακόμα πιο ανυπόφορη την υπεροψία υπουργών όπως ο Νταρμανέν και ο Ατάλ, μεταξύ άλλων, επαγγελματιών πολιτικάντηδων από τη αποφοίτησή τους από σχολές, που τολμούν να καταγγέλλουν αυτές και αυτούς που δεν θέλουν να δουλεύουν περισσότερο και με θράσος διεκδικούν, απέναντι στους απεργούς, “τη Γαλλία που θέλει να δουλέψει”.

Επιπλέον, όπως είχε γίνει και κατά τα μεγάλα κινήματα υποστήριξης των συντάξεων παλαιότερα, η τρύπια επιχειρηματολογία της κυβέρνησης διαλύθηκε κατά πολύ και καταπολεμήθηκε από τους/τις αγωνιστές του συνδικαλιστικού και του κοινωνικού κινήματος, με μια πλατιά τροφοδότηση της επιχειρηματολογίας από αντιφιλελεύθερους οικονομολόγους. Έτσι, οι Μακρόν και Μπορν διατείνονται ακόμα ότι θέλουν “να σώσουν το σύστημα που κινδυνεύει από τη δημογραφία”. Η αύξηση, λένε, του αριθμού των συνταξιούχων και η μείωση του αριθμού των ενεργών θα θέσει σε κίνδυνο το σύστημα. Αποκορύφωμα της ειρωνείας ήταν οι επίσημοι αναλυτικοί αριθμοί που δημοσίευσε το επίσημο Συμβούλιο Προγραμματισμού των Συντάξεων (COR) και οι παρεμβάσεις του προέδρου του, Πιερ-Λουί Μπρα -τέως γενικού διευθυντή της Κοινωνικής Ασφάλισης και γενικού επιθεωρητή κοινωνικών υποθέσεων- που διέλυσαν την επίσημη επιχειρηματολογία: “Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες έχουν συνολικά σταθεροποιηθεί και μάλιστα σε μεγάλο χρονικό βάθος, ενώ μειώνονται κιόλας στα τρία από τα τέσσερα υποθετικά σενάρια… Επομένως, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες δεν ξεφεύγουν…, ενώ στη μόνη υπόθεση που κρατάει η κυβέρνηση, μειώνονται ελάχιστα και κάπως μακροχρόνια. Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες δεν ξεφεύγουν, αλλά είναι ασυμβίβαστες με τους στόχους της οικονομικής και της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης”, δήλωσε την Πέμπτη, 19 Ιανουαρίου, στην Επιτροπή Χρηματοδοτήσεων της βουλής. Οι στόχοι αυτοί είναι γνωστοί, είναι ο σεβασμός των κριτηρίων σύγκλισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα δημοσιονομικό έλλειμμα 2,9% του ΑΕΠ το 2027. Ο Μπρουνό Λε Μερ (υπουργός οικονομικών) έχει δεσμευτεί στη “δημοσιονομική τροχιά” που καθόρισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το καλοκαίρι, δεσμευόμενος ακριβώς στο να εφαρμόσει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, για να μειώσει τη συμμετοχή του στο σύνολο των δημοσίων δαπανών.

Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί πως το αληθινό πρόβλημα που βγαίνει από την έκθεση του COR για τη χρηματοδοτική εξέλιξη του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν προέρχεται από τις δαπάνες, αλλά ακριβώς από τα έσοδα, ιδιαίτερα από τις εισφορές μισθωτών και εργοδοτών των 2,2 εκατομμυρίων φορέων του δημοσίου, περιφερειών και νοσοκομείων, που αντιπροσωπεύουν 22 δισεκατομμύρια ευρώ εσόδων το 2021. Στους αριθμούς για τη μάζα των μισθών του δημοσίου, όπως ανακοινώθηκαν στο COR από το Υπουργείο Οικονομικών, είναι εντυπωσιακό ότι οι συνολικοί αριθμοί προσωπικού στους δύο αυτούς δημόσιους κλάδους παραμένουν χοντρικά οι ίδιοι ώς το 2027 με ένα σχεδόν πάγωμα των αμοιβών. Επομένως, καμία πρόβλεψη πρόσληψης (εκτός από 15.000 νοσοκομειακούς) ούτε και καμία αύξηση στους μισθούς για τα 2,2 εκατομμύρια δημόσιους υπαλλήλους. Πράγμα που σημαίνει, εάν αυτοί οι αριθμοί είναι σωστοί, μείωση κατά 11% του πραγματικού μισθού των δημοσίων υπαλλήλων ώς το 2027. Η απώλεια για το συνταξιοδοτικό σύστημα, σύμφωνα με τους αριθμούς αυτούς, θα είναι έτσι χοντρικά 3 δισεκατομμύρια ετησίως, ποσό που θα τόνωνε και με το παραπάνω το σύστημα εάν οι μισθοί του δημοσίου ακολουθούσαν τις προβλέψεις που γίνονται για το σύνολο των μισθών1! Επομένως πρόκειται πράγματι για μια επίτηδες υποτίμηση των πόρων του Ταμείου Συντάξεων αυτή που γίνεται με τους αριθμούς που έδωσε στο COR η κυβέρνηση, με στόχο να δικαιολογήσει χρηματοδοτικές ανισορροπίες στον ορίζοντα του 2027.

Το κράτος δραματοποιεί τους λογαριασμούς των συντάξεων, για να βάλει για ακόμα μια φορά να πληρώσουν οι μισθωτοί την επαναφορά των δημοσιονομικών στα κριτήρια του Μάαστριχτ, χαρακτηρίζοντας ανεύθυνους όσους θα δέχονταν έτσι να αυξηθούν τα υποτιθέμενα ελλείμματα. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε το ενδιαφέρον που έχει και η σχετική έκθεση των ερευνητών από τη Λίλ του IRES2. Υπολογίζουν σε 157 δισεκατομμύρια ευρώ, για το 2019, το σύνολο των ποσών για ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις, με δημοσιονομική δαπάνη, και με τις μορφές μειώσεων κοινωνικών εισφορών, φοροαπαλλαγών και άλλων ανάλογων πρακτικών. 157 δισεκατομμύρια ευρώ είναι το 6,4% του ΑΕΠ, πάνω από το 30% του κρατικού προϋπολογισμού. Όλες αυτές οι ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις, όμως, δεν αντιπροσώπευαν παρά το 2,4% του ΑΕΠ το 1979. Έτσι, αν κανείς ενδιαφέρεται για την ισορροπία του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, που υποτίθεται ότι βασίζεται στις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, θα πρέπει να σημειώσει ότι το 1995 οι επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το 65,2% της χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης. Η συμμετοχή αυτή έπεσε περαιτέρω στο 46,9% το 2020, “χάρη” στις μειώσεις εισφορών που είχαν ως στόχο “να μειώσουν το εργατικό κόστος”. Στον προϋπολογισμό του 2023, το ύψος των εκπτώσεων αυτών έχει φτάσει τα 85 δισεκατομμύρια ευρώ3.

Προφανώς η κυβέρνηση έχει χωνέψει τώρα ότι προσκρούει στη διπλή εχθρότητα τόσο του συνόλου του συνδικαλιστικού κινήματος όσο και του 80% των μισθωτών και του πληθυσμού γενικότερα και ότι δεν θα μπορέσει να πείσει. Θέλει, έτσι, πλέον να πάει γρήγορα με δύο στόχους: να προσπαθήσει να αποθαρρύνει τους μισθωτούς και να εξαντλήσει το κίνημα, διακηρύσσοντας ότι κάθε κινητοποίηση είναι και θα είναι άχρηστη (“η επέκταση στα 64 έτη δεν είναι διαπραγματεύσιμη”, δήλωσε η Ελιζαμπέτ Μπορν τη Δευτέρα), ότι η μεταρρύθμιση θα ψηφιστεί γρήγορα και χωρίς τροποποιήσεις, ότι δεν θα υπάρχει καμία αλλαγή στα βασικά της σημεία. Έστω και αν δεν θέλει να μοιάζει πολύ απομονωμένη στην Εθνοσυνέλευση και στη Γερουσία.

Εντάσσοντας τη μεταρρύθμισή της στη χρηματοδοτική αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης (PLFSS), μέσω του άρθρου 47-1 του Συντάγματος, με μια θεσμική αλχημεία δηλαδή, θέλει να πάει γρήγορα, περιορίζοντας τη συζήτηση σε 20 μέρες στην Εθνοσυνέλευση και σε 50 μέρες για το σύνολο των συζητήσεων. Ιδιοποιείται έτσι η κυβέρνηση το δικαίωμα, εάν δεν ψηφιστεί το νομοσχέδιο στο χρόνο που θέλει, να νομοθετήσει με διατάγματα, ξεπερνώντας το κοινοβούλιο. Και άλλωστε διαθέτει και το άρθρο 49-3 του Συντάγματος που της επιτρέπει να περάσει το νομοσχέδιο ακόμα και χωρίς ψήφιση, θέτοντας θέμα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Επομένως, να πάει γρήγορα, αλλά προσπαθώντας να συμφωνήσει και με τους ρεπουμπλικάνους, που θα μπορούσαν να της εξασφαλίσουν πλειοψηφία και στα δύο σώματα, βουλή και γερουσία. Αλλά ακόμα και στο χώρο αυτόν της μακρονικής δεξιάς και της ρεπουμπλικανικής δεξιάς, τα πράγματα δεν είναι ακόμα πλήρως τακτοποιημένα. Ώς τώρα είναι 16 οι ρεπουμπλικάνοι βουλευτές από τους 62 που αρνούνται να ψηφίσουν το νομοσχέδιο, ενώ και οι σύμμαχοι του Μακρόν στη βουλή (το Horizon του Εντουάρ Φιλίπ, 29 έδρες, και MODEM του Φρανσουά Μπαϊρού, 51 έδρες) δηλώνουν ότι έχουν πολλές διαφωνίες, καθώς δεν θέλουν να αφήσουν μόνους τους τους Ρεπουμπλικάνους στο ρόλο του να ελέγχουν την πλειοψηφία (η Renaissance, το κόμμα του Μακρόν και της Μπορν, δεν έχει παρά 169 έδρες στις 577, ενώ πρέπει να μαζέψει 289 ψήφους για να έχει πλειοψηφία). Επομένως, θα υπάρξουν πολλά μαγειρέματα, που θα είναι τόσο πιο έντονα όσοι και οι διάφοροι βουλευτές θα αποκλίνουν από μεγάλο τμήμα της δικής τους εκλογικής βάσης, που είναι επίσης εχθρική στη μεταρρύθμιση. Το διακύβευμα για όλα αυτά τα κόμματα και τους αιρετούς τους είναι βέβαια η τοποθέτησή τους στο πλαίσιο των επόμενων εκλογών (προεδρικών και βουλευτικών) του 2027. Στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ο Μπρυνό Λε Μερ, υπουργός οικονομικών και οικονομίας, παίζει τη φερεγγυότητά του απέναντι στον Ζεράρ Νταρμανέν, υπουργό εσωτερικών, ως υποψήφιος για τη διαδοχή του Μακρόν μέσα στο προεδρικό κόμμα.

Υπάρχουν πολλά κροκοδείλια δάκρυα στο βάλτο του καπιταλιστικού νεοφιλελευθερισμού. Το κάθε ρεύμα της πλειοψηφίας κινδυνεύει, έτσι, να παίζει τη δική του παρτιτούρα σε σχέση με το νομοσχέδιο, εξασθενίζοντας περαιτέρω την ψευτο-νηφαλιότητα μιας κυβέρνησης που έχει ήδη αποσταθεροποιηθεί από τη λαϊκή κινητοποίηση. Εξάλλου, το στρατόπεδο του Μακρόν παίζει και επικίνδυνο παιχνίδι, καθώς τις τελευταίες εβδομάδες δεν σταματάει να λέει ότι η μεταρρύθμισή του είναι δημοκρατικά θεμιτή, αφού ως υποψήφιος την είχε προαναγγείλει στην προεδρική του καμπάνια του 2022. Η καυχησιά αυτή είναι τόσο πιο αποκρουστική, ιδιαίτερα για το συνδικαλιστικό κίνημα και για τους αριστερούς εκλογείς, όσο ο Μακρόν δεν κατάφερε να νικήσει, με το πρόγραμμά του, παρά μόνο χάρη στα κόμματα του NUPES και στο συνδικαλιστικό κίνημα που κάλεσαν να ψηφιστεί ο Μακρόν για να εμποδιστεί η Μαρίν Λε Πεν. Στο δικό του πολιτικό πρόγραμμα, ο Μακρόν δεν κατάφερε να μαζέψει παρά μόνο το 20% των ψηφοφόρων του πρώτου γύρου. Η επιδεικτική αυτή περιφρόνηση προς τους εκλογείς του δεύτερου γύρου θα έχει προφανώς, ως επίπτωση, εάν ποτέ αναπαραχθεί ένα τέτοιο ζοφερό δίλημμα και το 2027, να μην έχει καμία εμβέλεια ένα ενδεχόμενο “ρεπουμπλικανικό ανάχωμα” με κάποιον μακρονικό δεξιό απέναντι σε μια Μαρίν Λε Πεν.

Σε ένα άλλο επίπεδο, οι μακρονικοί ηγέτες και τα παπαγαλάκια τους στα μίντια κρύβουν οι ίδιοι τα μούτρα τους στο χώμα όταν διατείνονται, εδώ και εβδομάδες, πως το συνδικαλιστικό κίνημα έχει τόσο πολύ εξασθενίσει και είναι τόσο διασπασμένο που δεν θα μπορέσει να ενωθεί ούτε και να δράσει αποτελεσματικά για μεγάλο διάστημα, ελπίζοντας πως το κοινωνικό σώμα θα επιστρέψει γρήγορα στην απάθεια και στην ηττοπάθεια. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που ελπίζουν είναι μια επανέκδοση του σεναρίου του 2010. Τότε, απέναντι στο σχέδιο μεταρρύθμισης των συντάξεων του Σαρκοζί, που ανέβασε την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 60 στα 62 έτη, η ενωτική διαμαρτυρία εξαντλήθηκε μετά από επτά μήνες διαδηλώσεων και διεσπαρμένων απεργιών, που σε καμία στιγμή δεν παρέλυσαν την οικονομική ζωή της χώρας ούτε και εμπόδισαν την ψήφιση του νομοσχεδίου. Και, για να μπορέσουν να εξορκίσουν ένα άλλο, πιο επικίνδυνο για τους ίδιους, σενάριο, κουνούν συνεχώς το φάντασμα μιας ενδεχόμενης “παράλυσης” στις συγκοινωνίες ή στην τροφοδοσία των καυσίμων, λέγοντας ότι αυτό θα απονομιμοποιήσει γρήγορα και θα παραλύσει τις απεργίες. Όμως, διαγράφει έτσι το 1995, όταν εκατομμύρια μισθωτοί, μπλοκαρισμένοι από τις τρεις εβδομάδες απεργίας, εξακολουθούσαν αξιοθαύμαστα να στηρίζουν τους απεργούς στις συγκοινωνίες (SNCF και RATP). Και ξεχνάει επίσης και το ότι, τις τελευταίες ημέρες, η πλειοψηφία των μισθωτών δείχνει πεπεισμένη πως θα χρειαστεί ακριβώς να μπλοκάρει η οικονομική ζωή, για να επιτευχθεί η απόσυρση του νομοσχεδίου.

Η συνειδητοποίηση της δύναμης και της αποφαασιστικότητας για τη νίκη είναι ακριβώς το καλύτερο στοιχείο το οποίο ευνοεί μια πλατιά λαϊκή στήριξη προς τις απεργίες που παραλύουν τις συγκοινωνίες και την τροφοδοσία καυσίμων. Εξάλλου, αντίθετα απ’ό,τι σήμερα, το 1995, η απεργία στις συγκοινωνίες ήταν κυρίως μια απεργία “δι’αντιπροσώπων”, καθώς οι σιδηροδρομικοί και οι οδηγοί λεωφορείων της RATP βρέθηκαν στην πρωτοπορία της σύγκρουσης, αλλά και πολύ μόνοι, ενώ επιπλέον η ηγεσία της συνδικαλιστικής CFDT τότε ήταν αντίθετη με την απεργία και στήριζε το σχέδιο του πρωθυπουργού Αλέν Ζυπέ. Και όμως, ο τελευταίος αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αποσύρει το σχέδιό του. Σήμερα, υπάρχουν αντίθετα δύο πιο ευνοϊκοί παράγοντες: μια πλατιά συνδικαλιστική ενότητα και η δυναμική ανάδυση πολλών νέων επαγγελματικών τομέων. Υπάρχει και ένας τρίτος παράγοντας, ακριβώς δηλαδή η εμπειρία του 2010, που τη συμμερίζονται πολλές συνδικαλιστικές ομάδες.

Είναι επομένως δυνατό να γίνουν τα ίδια και καλύτερα από το 1995 και χωρίς τα λάθη του 2010. Στο μπρα-ντε-φερ που αρχίζει, είναι βέβαια πιθανόν να υπάρξει κάποια, περιθωριακή, εξασθένιση της δεξιάς στο κοινοβούλιο, αν και η κυβέρνηση διαθέτει πάντα το σκληρό της χαρτί του 49-3 του Συντάγματος και, άρα, την υιοθέτησή του με διατάγματα, αν στα τέλη Μαρτίου έχει τελειώσει ο χρόνος διαβουλεύσεων χωρίς τελική ψήφο. Όμως, πέρα από μια πολιτική κρίση, που θα μπορούσε να πηγάσει από την πίεση που υφίσταται η δεξιά, το κρίσιμο στοιχείο για τη νίκη, για να αναγκαστεί ο Μακρόν να αποσύρει το σχέδιό του, θα είναι το οικονομικό μπλοκάρισμα και η εκτίμηση της άρχουσας τάξης πως η μεταρρύθμιση αυτή δεν αξίζει τον κόπο της βιομηχανικής και εμπορικής παράλυσης. Ο ίδιος ο γαλλικός ΣΕΒ (MEDEF) μάλιστα, το φθινόπωρο εκτιμούσε ήδη πως η μεταρρύθμιση αυτή δεν είναι τώρα αναγκαία και ότι μεγαλύτερη σημασία έχει η ασφάλιση της ανεργίας, που μεταφράζεται ήδη από το Φλεβάρη σε μείωση κατά 25% της διάρκειας της επιδότησης.

Το χρονοδιάγραμμα που έχουν επιβάλει ο Μακρόν και η Μπορν επιβάλει ταυτόχρονα και να οργανωθεί ένα μαζικό κίνημα διαδηλώσεων αλλά και να δημιουργηθεί γρήγορα ένα απεργιακός συσχετισμός δυνάμεων. Η κοινοβουλευτική διαδικασία θα λήξει στα τέλη Μαρτίου.

Έτσι, η συζήτηση για τον καλύτερο τρόπο να πάμε προς μία ή προς πολλές ανανεώσιμες απεργίες, κρατώντας τη μαζικότητα και την ενότητα του κινήματος, βρίσκεται στην καρδιά των πολλών συζητήσεων και ο ίδιος ο συμβιβασμός με τις αποφάσεις της διασυνδικαλιστικής, στις 31 Ιανουαρίου, μεταφράζει αυτές τις αντιφάσεις.

Η ηγεσία της CFDT είναι αποφασισμένη να κρατήσει το συνδικαλιστικό μέτωπο, αλλά βλέπει τη δράση κυρίως ως μια μάχη για την κοινή γνώμη, να κερδηθεί η πλειοψηφία του πληθυσμού στην άρνηση της μεταρρύθμισης και να επιτευχθεί η απόσυρση με τη λαϊκή κινητοποίηση, τις μαζικές διαδηλώσεις και… πείθοντας τους βουλευτές να μην ψηφίσουν το νομοσχέδιο. Κατά συνέπεια, να υπάρχει ένας ρυθμός διαδοχικών κινητοποιήσεων, μια δουλειά πειθούς, μια δουλειά πίεσης με λόμπι προς τους βουλευτές,… χωρίς όμως να υπάρξουν ανανεώσιμες απεργίες, και πάντως όχι στους κλάδους που θα μπλόκαραν για πολλές ημέρες ή πολλές εβδομάδες την οικονομική ζωή. Όμως, αν αυτή είναι μόνο η κατευθυντήρια γραμμή, τότε η στρατηγική αυτή θα οδηγούσε στην ήττα που βιώσαμε το 2010.

Αυτός είναι και ο λόγος που ένα μεγάλο τμήμα των αγωνιστών και των μαχητικών ομάδων αυτό που προωθεί είναι την ανάγκη να οργανωθεί, να προετοιμαστεί, η ανανεώσιμη απεργία. Αυτό είναι που καθοδηγεί και τους ρυθμούς που έχει χαράξει η χημική ομοσπονδία της CGT, με πολλαπλές απεργιακές ημέρες, αυξανόμενης διάρκειας, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Φλεβάρη, ιδιαίτερα στον πετρελαϊκό κλάδο. Την ίδια αυτή τακτική τη βρίσκουμε και στις ομοσπονδίες CGT Ενέργειας, CGT Λιμάνια, CGT και Sud Rail στην SNCF (σιδηρόδρομοι). Όλα αυτά τα συνδικάτα προγραμματίζουν τουλάχιστον δύο απεργιακές ημέρες μεταξύ 6 και 8 Φλεβάρη.

Η απόφαση της διασυνδικαλιστικής για απεργία στις 7 Φεβρουαρίου και για μια ημέρα διαδηλώσεων ένα Σάββατο, στις 11 Φλεβάρη, αποτελεί συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις. Επιπλέον, παρά τη μαζικότητα των δύο τελευταίων ημερήσιων απεργιών, υπάρχει μια δυσκολία στην προώθηση της ενίσχυσης των απεργιών στο δημόσιο, την ενέργεια και τις συγκοινωνίες, δυσκολία που καταγράφεται και στην ελαφρά μείωση του αριθμού των απεργών σε αυτούς τους τομείς. Επίσης, ακόμα και στην SNCF, οι γενικές συνελεύσεις δεν είναι μαζικές, δεν εκφράζουν μια δυναμική απεργιακή ώθηση. Αλλά πολλοί μαχητικοί αγωνιστές πιστεύουν πως μια αληθινή δυναμική ώθηση στους τομείς αυτούς θα προϋπέθετε ακριβώς να μην φθαρεί η κινητοποίηση κλιμακωνόμενη σε επαναλαμβανόμενες ημερήσιες κινητοποιήσεις, αλλά να αποσαφηνιστεί ένα χρονοδιάγραμμα που να οικοδομεί μια διεπαγγελματική σύγκρουση, για την οποία να αξίζει ο κόπος να γίνει μια πολυήμερη απεργία. Όλες αυτές οι παράμετροι είναι τόσο πιο δύσκολα διαχειρίσιμοι με συνεκτικό τόπο όσο οι διάφορες τακτικές μεταφράζουν ταυτόχρονα και διαιρέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, ακόμα και στο εσωτερικό της CGT, την παραμονή του συνεδρίου της συνομοσπονδίας αυτής. Οι κεντρόφυγοι κίνδυνοι ενισχύουν την ανάγκη οικοδόμησης γενικών απεργιακών επιτροπών, συντονιστικών δομών μεταξύ κλάδων και μεταξύ συνδικάτων στις πόλεις και στις βιομηχανικές ζώνες, για να δημιουργηθεί μια ενωτική και μαχητική τοπική δυναμική. Αυτό αρχίζει να γίνεται και να επεκτείνεται και μερικές φορές και προς το κοινωνικό κίνημα, όπως με την Αγροτική Συνομοσπονδία [Confédération paysanne].

Σε πολλούς τομείς, θα υπάρχει ο πειρασμός να συνεχίσει η απεργία μετά τις 7 Φεβρουαρίου, ενώ οι διαδηλώσεις της 11 Φεβρουαρίου, ένα Σάββατο, σε όλες τις πόλεις της χώρας, θα είναι ασφαλώς μαζικές και λαϊκές, ιδιαίτερα με όσους και όσες δεν μπόρεσαν να απεργήσουν ή/και να διαδηλώσουν στις 19 και στις 31 Ιανουαρίου. Σε κάθε περίπτωση, οι ερχόμενες ημέρες θα χρησιμοποιηθούν για και να πειστούμε και να πείσουμε ότι η νίκη είναι εφικτή και ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα για να επιτευχθεί.

Το πολιτικό διακύβευμα του κινήματος αυτού είναι σημαντικό και από πολλές απόψεις. Όσες και όσοι διαδηλώνουν και απεργούν κινητοποιούνται από την επίθεση κατά των συντάξεων, αλλά και από τις επιθέσεις κατά των επιδομάτων ανεργίας, της επαγγελματικής κατάρτισης και, προφανώς, και της μείωσης των μισθών στην οποία μεταφράζονται, μετά τα χρόνια του covid, ο πληθωρισμός και οι ασθενείς αυξήσεις μισθών. Επομένως, είναι όλη η καπιταλιστική πολιτική του Μακρόν και της κυβέρνησής του που τίθεται σε αμφισβήτηση. Αυτό όλο ενισχύει τη διάθεση να κερδηθούν οι συντάξεις και το σύνολο των αιτιών του θυμού φαίνεται καθαρά στα πανό, στα συνθήματα και στις συζητήσεις μέσα στις διαδηλώσεις. Όσο είναι σημαντικό να κρατηθεί το ενιαίο μέτωπο με κέντρο την απόσυρση του σχεδίου Μακρόν – Μπόρν, τόσο είναι επίσης κατανοητό από όσους συμμετέχουν στο κίνημα πως η έκβαση της σημερινής σύγκρουσης δυνάμεων θα δώσει ένα καλύτερο συσχετισμό δυνάμεων, σε περίπτωση νίκης, και έναν χειρότερο, σε περίπτωση αποτυχίας, απέναντι στην εργοδοσία και την κυβέρνηση. Είναι εξάλλου επίσης τόσο πιο σημαντικό αυτό που βγαίνει από το ταξικό διακύβευμα, το συσχετισμό δυνάμεων για μια άλλη ανακατανομή του πλούτου, όσο και αποτελεί ένα από τα κύρια διακυβεύματα το να καταστούν φερέγγυα τα αντικαπιταλιστικά αιτήματα για χρηματοδότηση των κοινών, της Κοινωνικής Ασφάλισης, της υγείας, της στέγης, για τους μισθούς. Και αυτό εν μέσω ενός Φλεβάρη που θα βλέπουμε, μέρα με την ημέρα, να δημοσιεύονται τα ετήσια αποτελέσματα των μεγάλων γαλλικών επιχειρήσεων, που υπόσχονται, στο σύνολό τους, να ξεπεράσουν το 2021.

Υπάρχουν λοιπόν πολλά διακυβεύματα, σε αυτή την κινητοποίηση, για την αντικαπιταλιστική αριστερά. Το NPA προσπαθεί να πάρει όλη του τη θέση, σπρώχνοντας προς την ενότητα δράσης με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος που εναντιώνονται στη μεταρρύθμιση, και προσπαθώντας ταυτόχρονα να προωθήσει κοινές πρωτοβουλίες όλου του εργατικού, συνδικαλιστικού, συνεταιριστικού και πολιτικού κινήματος, όπως και η LCR είχε πάρει τη θέση της το 2006 στη μάχη κατά της ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης.

Μια άλλη μάχη διεξάγεται μέσα στο κίνημα, ανάμεσα στους αντικαπιταλιστές και στην άκρα δεξιά. Ο Εθνικός Συνασπισμός (RN της Λε Πεν) προσπαθεί και πάλι να επιπλεύσει στα μίντια χρησιμοποιώντας τη λαϊκή δυσφορία, για να εμφανιστεί, με τη βοήθεια και των βοηθητικών μίντια, ως η πραγματική αντιπολίτευση στον Μακρόν και διακηρύσσει την αντίθεσή του προς τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Αλλά η άκρα δεξιά ξέρει ότι είναι persona non grata (ανεπιθύμητη) μέσα στις συνδικαλιστικές πορείες (και άλλωστε καταγγέλλει τα συνδικάτα που κάλεσαν να ψηφιστεί ο Μακρόν εναντίον της) και ακόμα, μέσα στη βουλή, ο RN παραμένει άφωνος στη μάχη των τροπολογιών για να αντικρουστεί το νομοσχέδιο, αφήνοντας το χώρο αυτόν στην NUPES. Πρέπει να ειπωθεί ότι ο RN, στο βάθος, συμμερίζεται την “ανάγκη οι μισθωτοί να κάνουν προσπάθειες για να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις”. Ο RN έχει θάψει στα συρτάρια του, αφού του τράβηξαν το αφτί οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι του περιβάλλοντός του, το ίδιο του το πρόγραμμα του 2017, όπου έλεγε για επιστροφή στα 60 έτη και στις εισφορές 40 ετών. Αν εξαιρεθούν οι εργασιακοί βίοι που ξεκινούν πριν από την ηλικία των 20 ετών, όπου το πρόγραμμα αυτό διατηρεί την επιστροφή στα 60 ως ηλικία συνταξιοδότησης, ο RN διακριτικά πλέον υποστηρίζει τη συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη στα 62 με 67 έτη και με 42 ή 43 έτη εισφορών. Χοντρικά δηλαδή συμφωνεί με τον Μακρόν, έστω και αν κάνει σαματά λέγοντας όχι στο σχέδιο επέκτασης στα 64 έτη. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς στο πρόγραμμά του: δε θα βρει κανένα αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, για αναδιανομή του πλούτου σε βάρος των καπιταλιστών, για φορολογική και δημοσιονομική πολιτική που να βάζει τέλος στα δώρα προς τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι λύσεις τους για τις συντάξεις, εκτός από την επέκταση της ηλικίας συνταξιοδότησης, βρίσκεται σε μια πολιτική γεννητικότητας και κατάργησης των δώρων στους… μετανάστες! Η αμφισβήτηση της θέσης του RN στην κινητοποίηση αυτή δεν γίνεται, έτσι, μόνο στο δρόμο, αλλά και με την καταγγελία της διπλοπροσωπίας της στάσης του.

Léon Crémieux

3/2/2023

Μετάφραση: ΤΠΤ – “4” από τα:

A l’Encontre, Viento Sur και Contretemps

Σημειώσεις:

1Collectif “Nos services publics” Ιανουάριος 2023.

2Un capitalisme sous perfusion. Mesure, théorie et effet macroéconomiques des aides publiques aux entreprises françaises” par Antoine Abdelsalam et alii, IRES 2022. cutt.ly/60Lw4HH

3Βλ. φάκελο του Alternatives Economiques, Φλεβάρης 2023.

 

 

Léon Crémieux